Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η καινοτομία

См. также в других словарях:

  • καινοτομία — καινοτομίᾱ , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc/acc dual καινοτομίᾱ , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίᾳ — καινοτομίαι , καινοτομία opening of new mines fem nom/voc pl καινοτομίᾱͅ , καινοτομία opening of new mines fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομία — η (AM καινοτομία) [καινοτομώ] 1. νεωτερισμός 2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.) 3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.) (νεοελ. μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση… …   Dictionary of Greek

  • καινοτομία — η νεωτερισμός, εφεύρεση, κάτι το νέο: Η εισαγωγή μαθηματικών συμβόλων στη γλωσσολογία αποτελεί καινοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καινοτομίας — καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem acc pl καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίαι — καινοτομία opening of new mines fem nom/voc pl καινοτομίᾱͅ , καινοτομία opening of new mines fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίαν — καινοτομίᾱν , καινοτομία opening of new mines fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομιῶν — καινοτομία opening of new mines fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομίαις — καινοτομία opening of new mines fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»